- καρτερωτέρα
- καρτερωτέρᾱ , καρτερόςstrongfem nom/voc/acc comp dualκαρτερωτέρᾱ , καρτερόςstrongfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερωτέρᾳ — καρτερωτέρᾱͅ , καρτερός strong fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερώτερα — καρτερός strong neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερωτέραν — καρτερωτέρᾱν , καρτερός strong fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… … Dictionary of Greek